Καλησπέρα σε όλους!
Κατ’ αρχάς λυπάμαι που δεν είμαι μαζί σας λόγω έκτακτης δυσκολίας, αλλά συνάμα χαίρομαι που έχω τη δυνατότητα να σας μιλήσω έστω και από απόσταση και δι’ αντιπροσώπου.
Όταν κλήθηκα να αναστοχαστώ γύρω από το θέμα της ταυτότητας, σε μία σφαίρα όπου το παρελθόν και το παρόν δεν διαχωρίζονται αλλά συνυπάρχουν διαλεκτικά, συμφιλιωτικά αλλά και ενίοτε συγκρουσιακά, αρχικά χαμογέλασα γιατί το συνέδριο αυτό για μένα ήδη αποτελεί ένα γεγονός με ιστορία.
Είκοσι περίπου χρόνια πριν ήμουν σε ένα αντίστοιχο συνέδριο όπου παρουσίαζαν οι δικοί μου γονείς και όπου επίσης γνώρισα τον Αλέξη Λάππα ως μία φιγούρα πολύ ζωντανή και ανοικτή. Δύο δεκαετίες μετά, όντας πλέον ο ίδιος πατέρας, αλλά και ψυχοθεραπευτής, μέσα από την πρόσκλησή του ήρθε λοιπόν η ώρα εγώ να είμαι στη θέση του να παρουσιάζω, συνεχίζοντας την κληρονομιά, αλλά και διαφοροποιούμενος καταθέτοντας ιδέες με τη δική μου φωνή. Επιστροφή σε κάτι πεπατημένο, αλλά και πέρασμα σε κάτι ανεξερεύνητο.
Ερχόμενος σε αυτήν την παρουσίαση θα έχω ως σύντροφο τη διδακτορική μου διατριβή “On becoming a man: The lived experience of psychotherapists, whose fathers are also psychotherapists”, αλλά και την κλινική μου εμπειρία ως Υπαρξιακός- Αναλυτικός ψυχοθεραπευτής στην Ελλάδα του σήμερα. Στην έρευνα που διεξάγω εξερευνώ το ταξίδι του ανθρώπου προς την ανακάλυψη του εαυτού του ως άνδρα, πατέρα και ψυχοθεραπευτή μέσα από τη σχέση του με τον πατέρα του που ασκεί το ίδιο επάγγελμα. Η ταυτότητά του υιού δίπλα στην ταυτότητα του πατέρα, η επιθυμία για αναμέτρηση με το πρότυπο και η ανάγκη για συνάντηση με τις ρίζες, η σύνδεση του παραδοσιακού με το μεταμοντέρνο, της σιγουριάς με το άγνωστο μοιάζουν στα μάτια μου σχετικά με το θέμα του Συνεδρίου, αλλά και της Στρογγυλής Τράπεζας. Αντίστοιχα, η δουλειά μου με φέρνει κοντά με ανθρώπους, σε μία Ελληνική πραγματικότητα όπου η αυτονόμηση υπονομεύεται από τις αντικειμενικές οικονομικές και επαγγελματικές δυσκολίες, αλλά και από μία εθνικά υπάρχουσα παθολογική ιδεολογικοποίηση, όπου η προσκόλληση στην πατρική οικογένεια θεωρείται σύμβολο της οικογενειακής αγάπης και που ως μόνη εναλλακτική υπάρχει η εξίσου παθολογική εξύψωση της ριζικής αλλαγής και μηδενισμού της παράδοσης.
Θα προσεγγίσω το ερώτημα της ταυτότητας και πώς αυτή διαμορφώνεται διαλεκτικά μέσα από τις σχέσεις, διαπλεκόμενη στις διαστάσεις του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, εστιάζοντας στην ψυχοθεραπευτική θεωρία και πράξη για πολλούς λόγους. Αρχικά γιατί η ψυχοθεραπεία είναι ένας χώρος αναζήτησης του εαυτού, αφού μπορεί να προσφέρει στο άτομο τη δυνατότητα να βρει την φωνή του, να ανακαλύψει το πρόσωπό του μέσα από την αποκάλυψη των τραυμάτων του, των εσωτερικών του απωθημένων συναισθημάτων και σκέψεων, αλλά και τον ορισμό των ονείρων του και του ξεχωριστού νοήματος που θέλει να προσδώσει ο ίδιος στην ζωή του. Εδώ αναδύεται και ο δεύτερος λόγος, αφού φαίνεται η θεραπευτική σχέση να διαπλέκει τις τρεις διαστάσεις του χρόνου, καθώς επιστρέφει και επανεξετάζει το παρελθόν, αναλύει το παρόν και κοιτάει προς το μέλλον. Ο τρίτος λόγος είναι ότι η ψυχοθεραπευτική διεργασία περιλαμβάνει δύο ανθρώπους, όπου με όπλο τον λόγο, την σύνδεση, την βίωση και έκφραση συναισθήματος, αλλά και τον φιλοσοφικό αναστοχασμό προσπαθούν από κοινού να ανοίξουν στον θεραπευόμενο το δρόμο να συναντήσει τον εαυτό του, επιτυγχάνοντας έτσι σχεσιακά τον ατομικό του σκοπό. Τέλος, ο τίτλος εδώ μιλάει για χριστιανική ταυτότητα. Προερχόμενος από τον χώρο της ψυχοθεραπείας και όχι της Θεολογίας, θα εξετάσω τη σχέση γονέα-παιδιού, αλλά και την ψυχοθεραπευτική σχέση αγγίζοντας ιδέες που εκφράζουν και Χριστιανικές έννοιες. Πρώτον, η έννοια της αποδοχής του άλλου δίχως όρους, ως αγάπη που απελευθερώνει και στηρίζει τον άλλο, μέσα από την ανθρωπιστική ψυχολογία του Καρλ Ρότζερς. Δεύτερον, το διάβασμα του μεταμοντέρνου φιλοσόφου Εμάνιουελ Λεβινά για την ψυχοθεραπεία ως μία σχέση που βάζει τον άλλο μπροστά και πάνω από εμάς, σεβόμενη τη διαφορετικότητα της ύπαρξης του άλλου. Τρίτον, την αναζήτηση νοήματος που δεν εστιάζει μόνο στην δυνατότητα να λαμβάνουμε αγάπη, αλλά κυρίως στην ικανότητα να αγαπάμε, όπως εκφράστηκε από την φιλοσοφία του Έρικ Φρομ.
ΜΕΡΟΣ Α
Έτσι, αρχικά θα παρουσιάσω μέσα από το πρίσμα της ψυχανάλυσης, αλλά και της ανθρωπιστικής ψυχολογίας, πώς η ταυτότητα απαιτεί δύο υποκείμενα, εστιάζοντας στην αμφιθυμική σχέση του παιδιού με το γονέα, αλλά και την ισορροπία ανάμεσα στο πρόσωπο και την κοινωνία. Έπειτα, θα προσεγγίσω ζητήματα ταυτότητας στην Ελλάδα του σήμερα, ανοίγοντας τη δυνατότητα να επιστρέφει κανείς στις ρίζες του με ορίζοντα όμως την προοπτική να δημιουργήσει ο ίδιος τις δικές του ρίζες.
«Η διαδικασία διαμόρφωσης της ταυτότητας στο παιδί απαιτεί την ύπαρξη κάποιου άλλου προσώπου που βλέπει το παιδί». Ο RD Laing με αυτήν την φράση ήθελε να τονίσει ότι, παρότι προσωπική και ενδοψυχική, η διεργασία του παιδιού να δει τον εαυτό του δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένη από αυτόν που είναι αρχικός μάρτυρας της ύπαρξής του. Αν ισχύει αυτό, πόσο σημαντική μπορεί να είναι η στάση αυτού που βλέπει? Η κούραση και έλλειψη ζωντάνιας του βλέμματος του γονιού πόσο καθοριστική μπορεί να είναι στη διαμόρφωση της αυτοεικόνας του παιδιού? Τα θέματα που υπάρχουν στην προσωπική ζωή του, η σχέση του με τον/την σύντροφό του, τα φαντάσματα από την παιδική του ηλικία και τη δική του ανεπεξέργαστη στέρηση, η μυθοποίηση των δικών του γονιών και άρα μίμηση των πρακτικών τους, όλα αυτά μπορεί σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό να καθρεπτίζουν στο παιδί την αίσθηση του εαυτού του. «Δεν υπάρχει μωρό» λέει ο Winnicott, προτείνοντας την όχι «αρκετά καλή γονεικότητα» στο πρώιμο επίπεδο ανάπτυξης του παιδιού ως την κύρια ρίζα της δυσκολίας του στο μέλλον να είναι ζωντανό, αυθεντικό και ικανό να σχετίζεται με τους άλλους. Αντίθετα, η γονεικότητα που αρχικά ολοκληρώνει την ανάγκη του παιδιού για ασφάλεια και φροντίδα και στη συνέχεια ευνοεί την ανάπτυξη και εξέλιξη στον έξω κόσμο είναι αυτή που του δίνει την «ασφαλή βάση», όπως ορίστηκε από τον Bowlby, για εξερεύνηση, άρα και διαμόρφωση από τον έξω κόσμο και συσχέτιση με τα πρόσωπα εκτός οικογενείας. Κατά τον Ρότζερς, εκεί είναι που αρχίζει η πρώτη σύγκρουση εσωτερικά στο παιδί. Από τη μία η επιθυμία του για την αγάπη και αποδοχή του γονιού, από την άλλη η ανάγκη του να συνδεθεί με το μέσα του, που είναι διαφορετικό από το μέσα του γονιού. Ζυγίζοντας αυτά τα δύο, κατά τον ίδιο, το παιδί θα διαλέξει τη γονεική αγάπη που έρχεται με όρους, ειδικότερα με τον σκληρό όρο του να αρνηθεί την εμπειρία των εξωτερικών ερεθισμάτων, αλλά και των εσωτερικών, και εν τέλει του εαυτού του.
Μετά από μία αστείρευτη επανάληψη σχέσης και φυγής του παιδιού με και από τον γονέα, μέσα από την ταύτιση και την διαφοροποίηση, φτάνει, κατά τον Ericson, στην εφηβεία και την φάση της κρίσης ταυτότητας. Εκεί αρχίζει η διαπραγμάτευση του παλαιού με το νέο, της παράδοσης με την εξέλιξη, του «μέσα» και του «έξω», συνήθως εκρηκτική και συγκρουσιακή, αλλά και με μία υποβόσκουσα ανάγκη αποδοχής από τον γονιό που αποτυπώνει τη συνέχεια της σχέσης αγάπης και συν-διαμόρφωσης. Και εκεί που συνήθως έρχεται η σύγκρουση, υποστηριζόμενη από πρόσωπα του έξω κόσμου, καταλήγει το νέο να είναι σε ρήξη με το παλαιό. Εκεί ακριβώς, κατά τον Ρότζερς, το άτομο χάνει και πάλι τον εαυτό του, αφού ορίζει την ταυτότητά του μέσα από την αποδοχή των άλλων, όχι πλέον των γονιών. Μία αποδοχή όμως που ειρωνικά και πάλι του στερεί τη δυνατότητα να βρει την φωνή του ανεξάρτητα από τους άλλους.
Αυτό το σημείο φαίνεται να είναι το πλέον γόνιμο στο να σταματήσει να ορίζει το άτομο την ταυτότητα του μέσα από τη σχέση με τους άλλους και να ξεκινήσει, μέσα από την αναζήτηση του αληθινού του προσώπου, το ταξίδι της αναζήτησης της δικής του ιδιαίτερης ταυτότητας, του δικού του ξεχωριστού νοήματος στη ζωή. Δεν είναι όμως και πάλι ατομικό το ταξίδι. Περιλαμβάνει ως ανεκτίμητη την παρουσία των άλλων και της σχέσης μαζί τους, αλλά και τον εσωτερικό διάλογο με τους γονείς μέσα του. Συνδέεται έτσι με τις ρίζες του, τον Δημιουργό του, διαπραγματεύεται, κατανοεί, ευγνωμονεί, συγχωρεί και εν τέλει δύναται να διαφοροποιηθεί μέσα από την ζεστή και αρμονική σύνδεση με το παρελθόν του και τις αρχικές του σχέσεις. Το παλαιό και το νέο δεν είναι πλέον απειλητικά το ένα για το άλλο, η αίσθηση της συνέχειας δεν αποκλείει την δυνατότητα να είναι αυθεντικό το πρόσωπο, αλλά την ενισχύει και την εμπνέει.
Το παράδειγμα της διδακτορικής μου διατριβής, όπου ο υιός ακολουθεί το επάγγελμα του πατέρα, μπορεί να ανοίξει λοιπόν ακριβώς αυτό το ενδεχόμενο. Αποφεύγοντας τις ακραίες θέσεις του να τον μιμηθεί χάνοντας την ευκαιρία του να βρει τη δική του φωνή και ταυτότητα, αλλά και του να αντιταχθεί υιοθετώντας αντίθετες θέσεις, συνεχίζοντας μία ανεπίλυτη οιδιπόδεια κατάσταση, μπορεί να υπάρξει αυθεντικά σε σχέση με το πρότυπό του. Το επάγγελμα του ψυχοθεραπευτή ειδικότερα, μέσα από τις διάφορες θεραπευτικές προσεγγίσεις, αλλά και την ιδιοσυγκρασιακή του φύση, αφού ο θεραπευτής υπάρχει πρώτα ως άνθρωπος και μετά ως επαγγελματίας στην κλινική πράξη, προσφέρει διάφορες οντολογικές, επιστημολογικές και μεθοδολογικές θέσεις. Και έτσι, μέσα από την επιλογή αυτών, αλλά και του ιδιαίτερου τρόπου με τον οποίο ο ίδιος θα υπάρχει στον επαγγελματικό του ρόλο, έχει την ευκαιρία να αναζητήσει και την ταυτότητά του ως άνθρωπος, επιλέγοντας τον τρόπο να σχετίζεται με τους άλλους, να τους βοηθάει, να συνδέεται με την οδύνη τους και να τους δίνει το χώρο να υπάρξουν ευτυχισμένα.
ΜΕΡΟΣ Β
Σε όλες τις φάσεις της ανάπτυξης του παιδιού μπορούν υπάρχουν προκλήσεις, εμπόδια, καθηλώσεις, κατακτήσεις, επιτυχίες και αποτυχίες. Προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην προσκόλληση και την αυτονομία, την αυθεντικότητα και την συνύπαρξη, το άνοιγμα με την εσωτερικότητα, κάθε άτομο θα χρειαστεί να κάνει υπερβάσεις και κάθε γονιός θα χρειαστεί να είναι έτοιμος να προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες και επιθυμίες του παιδιού. Όπως υποστήριξε και ο Piaget, μέσα από την Αναπτυξιακή Ψυχολογία και την θεωρία του περί γνωστικής μάθησης, το παιδί θα πρέπει να ισορροπεί ανάμεσα στο νέο και το παλαιό, προσλαμβάνοντας ερεθίσματα συνεχώς από τον έξω κόσμο τα οποία θα πρέπει να εσωτερικεύσει καθώς θα ανανεώνει το υπάρχον σύστημα αντίληψης έτσι ώστε να μπορεί να εμπλουτίζεται από τα νέα δεδομένα. Πώς μπορεί λοιπόν κανείς αντίστοιχα και στην συναισθηματική μάθηση και στον φιλοσοφικό του αναστοχασμό να είναι ανοικτός στα νέα στοιχεία, αποφεύγοντας από τη μία πλευρά το χάος του να αλλάζει συνεχώς, και τη στασιμότητα από την άλλη του να κλείνει το πεδίο του προς το καινούριο από φόβο για αλλαγή? Το ερώτημα αυτό θα επιχειρήσω να το απαντήσω στα πλαίσια της Ελλάδας του σήμερα μέσα από την κλινική μου πράξη.
Μιλώντας για ταυτότητα, πέρα από την ατομική οφείλει κανείς να αναρωτηθεί και για το πως η εθνική ταυτότητα μπορεί να ορίζει το άτομο. Πατώντας στην ιδέα του Heidegger ότι το άτομο δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένο από την χωρο-χρονική ιστορικότητά του, θεωρώ ότι αξίζει να αναφερθώ εδώ στην Ελληνική κοινωνία του σήμερα, εστιάζοντας στην Ελληνική οικογένεια και στο πώς επηρεάζει τη δυνατότητα του ατόμου να βρει τον εαυτό του.
Όπως έχει υποστηριχθεί από κοινωνιολογικές αναφορές, αλλά και από την αφήγηση πολλών επαγγελματιών της ψυχικής υγείας, η συνηθισμένη «εθνική μας παθολογία» είναι αυτή της συνεχιζόμενης και αέναης, οικονομικής, συναισθηματικής και ιδεολογικής εξάρτησης πολλών ανθρώπων από τις πατρικές τους οικογένειες. Μέσα ειδικά σε συνθήκες οικονομικής και εργασιακής κρίσης που εντείνουν το αντικειμενικό πρόβλημα, αλλά και δίνουν άλλοθι για την επιλογή του να μη ρισκάρει το να ωριμάσει, τεράστιο μέρος του ενήλικου πληθυσμού της χώρας μας σε σύγκριση με το τι συμβαίνει σε άλλες κοινωνίες, εξακολουθεί να ζει στο πατρικό σπίτι ή πολύ κοντά σε αυτό, εξαρτώμενο από τους γονείς. Η εξάρτηση αρχικά φαίνεται να είναι οικονομική. Όμως, ακόμα πιο επικίνδυνα, είναι μία εξάρτηση και σε πολλά άλλα επίπεδα.
Παρατηρώ στην κλινική μου πράξη συνεχώς ενήλικα άτομα να περνάνε μεγάλο κομμάτι της καθημερινότητας με τις πατρικές τους οικογένειες. Η ανάγκη τους για σύνδεση, επαφή, τρυφερότητα φαίνεται να καλύπτεται από τους γονείς και τα αδέρφια τους αφήνοντας ελάχιστο χώρο για ανθρώπους εκτός του οικογενειακού τους συστήματος. Ακόμα χειρότερα, συχνά ο έξω κόσμος παρουσιάζεται στην αφήγησή τους ως κακός, εγωιστικός, ιδιοτελής, ανεπαρκής και η σχέση μαζί του ως μη ικανοποιητική. Αυτό που όμως φαίνεται να αποτυγχάνουν να δουν είναι ότι ο έξω κόσμος έχει απεριόριστες δυνατότητες, διαφορετικούς χαρακτήρες και ομάδες και αυτή η γενίκευση που κάνουν φαίνεται ξαφνικά ύποπτη. Επιθυμώντας να συνεχίσουν μία βολική προσκόλληση στο παλαιό, φαίνεται σαν να διαλέγουν άτομα που επιβεβαιώνουν την υπόθεσή τους και άτομα που τους κάνουν να επιστρέφουν με ανακούφιση στους οικείους τους.
Ακούγοντας πολλές ιστορίες αποτυχημένων γάμων και γρήγορων διαζυγίων, το τέλος της αφήγησης συνήθως περιλαμβάνει μία έντονη συγκίνηση για την επιστροφή τους στο πατρικό τους σπίτι. Οι «καλοί» γονείς τους είναι εκεί να τους υποδεχθούν, να τους φροντίσουν όπως απέτυχαν οι «κακοί» πρώην σύντροφοί τους και κάπως έτσι καταλήγουν οι παππούδες πλέον να τους μεγαλώνουν τα παιδιά και οι ίδιοι από γονείς υποβιβάζονται στη θέση της μεγάλης αδερφής/ μεγάλου αδερφού.
Αυτό το φαινόμενο αποκαλύπτει θεωρώ την προβληματικότητα και στα θέματα της ταυτότητας. Πέρα από τη χαρά της επιστροφής, ο άνθρωπος που περιθάλπεται από την πατρική του οικογένεια σε μία τέτοια περίπτωση πρέπει να παραδεχθεί την ήττα του σε επίπεδο οντολογικό. Η επιλογή του ήταν λάθος και επιστρέφοντας υιοθετεί πλέον μοιραία την ταυτότητα των γονιών του ως ασφαλή επιλογή. Με αυτόν τον τρόπο έχει απωλέσει τη δυνατότητα να επηρεαστεί από έναν άνθρωπο εκτός της πατρικής του οικογένειας και καταλήγει, με έναν αιμομικτικό τρόπο να επιστρέφει στη θέση του παιδιού, έχοντας κάνει ένα ταξίδι από το οποίο δεν κρατάει τίποτα, παρά μόνο τη δυσπιστία του για το έξω, την αμφισβήτηση για την ικανότητά του να επιλέγει και να σχετίζεται και κινδυνεύει να καταλήξει να ζει μία ζωή όπου του είναι αδύνατο να υπάρξει αυθεντικά.
Σε σχέση και με αυτά που ανέφερα παραπάνω, το πατρικό σπίτι και η πρώιμη σχέση με τους γονείς του δεν είναι έτσι μία ασφαλής βάση όπου το άτομο θα ξεκινάει αιώνια την εφόρμηση στον έξω κόσμο, αλλά μία φυλακή μακριά από την οποία δεν μπορεί να υπάρξει. Όπως αναφέρει και ο Μόργκαν Φρίμαν στην ταινία Τελευταία Έξοδος Ρίτα Χέιγουορθ:
«Τα τείχη της φυλακής είναι περίεργα. Αρχικά τα μισείς. Μετά τα συνηθίζεις. Περνάει ο καιρός και εξαρτάσαι από αυτά. Αυτός είναι ο ιδρυματισμός».
Η ελευθερία του να βρει τον εαυτό του σχετιζόμενο με κάτι ξένο και ανοικείο προκαλεί φόβο που διαχειρίζεται με το να μην σχετίζεται ή να διαλέγει καταφανώς με λάθος τρόπο έτσι ώστε γρήγορα να επιστρέψει. Σπάνια στη δουλειά μου ακούω για σχέσεις μεταξύ δύο ανθρώπων που ταιριάζουν, είναι και οι δύο διαθέσιμοι, έχουν ερωτική χημεία, όπως σπάνια ακούω για ανθρώπους που δεν μοιράζονται τα ερωτικά τους με τη μητέρα τους ή τα αδέρφια τους. Αντίθετα ακούω ερωτικές σχέσεις ή ερωτικές εμμονές με ανθρώπους που είναι σε σχέση με άλλους, που είναι παντρεμένοι, που είναι ομοφυλόφιλοι, που είναι εθισμένοι στη δουλειά, στο αλκοόλ, στις ναρκωτικές ουσίες. Και το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο, αφού παραμένουν στην αίσθηση ότι μόνο οι γονείς τους τους αγαπούν πραγματικά και ότι ο έξω κόσμος είναι τοξικός.
Από την άλλη μεριά, προσεγγίζοντας πάλι στερεοτυπικά βέβαια μία Δυτική ταυτότητα μέσα από την κυρίαρχη διεθνώς Αμερικανική κοινωνία, κανείς συναντά έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο να διαμορφώνεται το πρόσωπο σε σχέση με την ιστορία του και την πατρική του οικογένεια, σε σύγκριση με το Ελληνικό μοτίβο. Ήδη όπως εκφράζεται συμβολικά και στην εκκαθάριση αρχικά των Αυτόχθονων Αμερικανών Ινδιάνων από τις στρατιές των Ευρωπαίων που εισέβαλαν στην ήπειρο, η σχέση με την παράδοση περιλαμβάνει μία ριζική και βίαιη ρήξη με το παρελθόν και την παράδοση της αμερικάνικης ηπείρου, όπως ισχύει και για τη ρήξη με την ευρωπαική ήπειρο από όπου προήλθαν οι έποικοι.
Η Αμερική και η εθνική της ταυτότητα χαρακτηρίζεται ως χωνευτήρι άλλων ταυτοτήτων, όπου δεν έχει σημασία η προέλευση και ιστορία και αντί μίας δημιουργικής σύνθεσης των παλαιών ταυτοτήτων η κοινωνία επιβάλει την συγχώνευση σε κάτι που κοιτά μόνο το μέλλον. Εκφραζόμενη η ταυτότητα δε σε έναν κόσμο αμιγώς καπιταλιστικό, το αμερικάνικο όνειρο επιτρέπει σε όλους να διαλέξουν ελεύθερα ανάμεσα σε άπειρες επιλογές, αλλά ταυτόχρονα μοιάζει καθηλωμένη σε μία μονομερή βίωση των σχέσεων ως κάλυψη εγωιστικών επιθυμιών και όχι υπερβατικών σχέσεων αγάπης και συνέχειας. Έτσι και στην Αμερικάνικη οικογένεια, ο έφηβος από νωρίς αυτονομείται και αποκόβεται από τις ρίζες του, βιώνοντας αγεφύρωτο χάσμα με την πατρική του οικογένεια και έχει το βλέμμα του σε ένα μέλλον συχνά στερημένο από την σοφία του παρελθόντος.
Επιστρέφοντας, λοιπόν, στην Ελληνική κοινωνία και οικογένεια, το άτομο σήμερα καλείται να μάθει από την Ελληνική ιστορία, τα διαχρονικά της επαναλαμβανόμενα λάθη, όπως και τα όμορφά της στοιχεία, την αξία της ελευθερίας και της συνέχεις της πατρικής παράδοσης. Αντίστοιχα, καλείται να επανεξετάσει την πατρική του οικογένεια κριτικά, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα όπου αυτή απέτυχε να εξελιχθεί, αλλά και την ομορφιά της και τα δυνατά σημεία στις σχέσεις, να κερδίσει από τα πρότυπά του όχι συνεχίζοντας να είναι προσκολλημένο στη σχέση τους και την δική τους κοσμοθεωρία, αλλά συνδεόμενο με αυτά εξωτερικά και εσωτερικά, αξιοποιώντας την αρχική σύνδεση μαζί τους με ορίζοντα την μετουσίωσή της σε σχέσεις με άλλους, επαναδημιουργώντας τις δικές του ρίζες από όπου οι απόγονοί του αρχικά θα τραφούν και μετά θα δημιουγήσουν.
Όλοι κατά την προσωπική μου άποψη, την κλινική, φιλοσοφική και ατομική μου ματιά, έχουμε πράγματα να απορρίψουμε, αλλά και πράγματα να υιοθετήσουμε από το παρελθόν, την πατρική μας οικογένεια, την εθνική μας παράδοση και τις ζωές των προγόνων μας. Κανένας γονιός δεν είναι τέλειος και κανένας γονιός δεν είναι άχρηστος. Κανένας εθνικός μύθος δεν περιλαμβάνει όλη την αλήθεια και κανείς δεν είναι μόνο αναχρονιστικός και εκτός επικαιρότητας. Η αναζήτηση του αυθεντικού μας προσώπου μοιραία μας οδηγεί στο καινούριο και μας έλκει προς το παλαιό, δύο συνιστώσες που αρμονικά θα οδηγήσουν στη δημιουργική σύνθεση της δικής μας ιδιαίτερης, ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, με αρχή και τέλος την σχέση με κάποιον άλλο, τους γονείς μας, τους φίλους μας, τους συντρόφους μας, τα παιδιά μας, τον Θεό.
Ευχαριστώ πολύ που με ακούσατε!
(Και ευχαριστώ και αυτόν που μετέφερε τα λόγια μου, του οφείλω ένα γενναίο κέρασμα!)